marxoudi_web1ekfrasi_logolhs_logo

 

«Χρειάζονται χίλιες φωνές για να πουν μία ιστορία»

Παρουσίαση Βιβλίου Τόνι Αγκαστινιώτη από τη Μαρία Χατζημιχαήλ στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Λάρνακας, Τρίτη 13/06/2023

Το βιβλίο του Τόνι Αγκαστινιώτη «Χρειάζονται χίλιες φωνές για να πουν μία ιστορία» αναφέρεται στις μαζικές δολοφονίες 127 άμαχων Τουρκοκυπρίων -κυρίως ηλικιωμένων και παιδιών- στα τρία τουρκοκυπριακά χωριά της Μεσαορίας, Αλόα Μάραθα και Σανταλάρι καθώς και στη μαζική εκτέλεση των 82 τουρκοκύπριων ανδρών στο μεικτό χωριό Τόχνη, στις 14 Αυγούστου του 1974. Οι εκτελεστές ήταν ελληνοκύπριοι έφεδροι εοκαβητατζήδες, που είχαν θέσει υπό την «επίβλεψή» τους αυτά τα χωριά, από την περίοδο του πραξικοπήματος, στις 15 Ιούλη 1974 μέχρι τις 14 Αυγούστου του 1974, που έγινε η δεύτερη εισβολή των Τούρκων. Στην επίσημη Αναφορά των Ηνωμένων Εθνών τότε, η μαζική αυτή εκτέλεση καταγράφηκε ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.

Τα αποτρόπαια αυτά εγκλήματα, που το Κυπριακό κράτος και τα ελληνοκυπριακά MΜΕ κράτησαν επιμελώς κρυμμένα, με τους Ελληνοκυπρίους σε πλήρη άγνοια γι’ αυτά, ο Αγκαστινιώτης επιχείρησε να φέρει στο φως για πρώτη φορά το 2004, με το πρώτο του ντοκιμαντέρ «Φωνή αίματος- Αναζητώντας τη Σελτέν» καθώς και με το δεύτερο ντοκιμαντέρ του «Φωνή αίματος ΙΙ», μέσα από μαρτυρίες επιζώντων της σφαγής.

Το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, απαρτίζεται από δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στη δύσκολη και συνταρακτική πορεία δημιουργίας του ντοκιμαντέρ και περιέχει τις ζωντανές μαρτυρίες για τα δύο εγκλήματα της ΕΟΚΑ Β΄. Αναφέρεται, επίσης, στις αντιδράσεις των ελληνοκυπριακών εθνικιστικών κύκλων και του κράτους, στις συνέπειες που αντιμετώπισε ο δημιουργός και η οικογένειά του, τους εκφοβισμούς και απειλές για τη ζωή τους, αλλά και στο πώς η τουρκοκυπριακή κοινότητα αντιμετώπισε τον ίδιον και το έργο του. Το πρώτο μέρος εκτείνεται σε 35 κεφάλαια.

Tο δεύτερο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει ένα πλούσιο απάνθισμα από την αρθρογραφία του συγγραφέα στην τουρκοκυπριακή εφημερίδα Αfrika- Αvroupa. Πρόκειται για 32 άρθρα που δημοσιεύτηκαν μεταξύ των ετών 2006 και 2008 στη βδομαδιάτικη στήλη του στην εφημερίδα, τα οποία αναφέρονται σε επίκαιρα και καυτά ζητήματα που αφορούν τις δύο κοινότητες. Σε αυτά συνοψίζεται η πολιτική αντίληψη και ιδεολογία του συγγραφέα σε σχέση με πλευρές και γεγονότα του κυπριακού, τις συνέπειες του πολέμου και του διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων, της κατοχής του βόρειου μέρους, τον ύπουλο ρόλο του εθνικισμού, το θέμα των αγνοουμένων  και την καπηλεία του, την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς και του περιβάλλοντος, την αναγκαιότητα σύστασης Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης και πολλά άλλα, που παραμένουν μέχρι σήμερα τραγικά επίκαιρα.

Το βιβλίο είναι ένα αφήγημα, ένα έργο βιωματικό, καθώς η αφήγηση των γεγονότων αποδίδεται μέσα από το έντονο βιωματικό στοιχείο, μέσα από τις συνταρακτικές εμπειρίες που βίωσε ο ίδιος και η οικογένειά του, σε όλο αυτό το δύσκολο, ριψοκίνδυνο και σπουδαίο εγχείρημα δημιουργίας του ντοκιμαντέρ.

Είναι έργο πολιτικό, αφού όσα αφηγείται και πραγματεύεται και όσα οι ζώντες μάρτυρες καταθέτουν, έχουν να κάνουν με τις συνθήκες που επικράτησαν κατά την τουρκική εισβολή αλλά και πριν απ’ αυτήν. Γίνονται φανερές οι αιτίες και αποκαλύπτονται τα οργανωμένα σχέδια που οδήγησαν στα μαζικά αυτά εγκλήματα. Γίνεται, επίσης, αναφορά στη μετέπειτα διαχείρισή τους από το επίσημο κράτος, από τους εθνικιστικούς κύκλους και την προπαγάνδα. Το έργο διατρέχει η πολιτική συγκυρία, τα γεγονότα τοποθετούνται εντός του πολιτικού πλαισίου της εποχής τους. Σκιαγραφούνται οι επικρατούσες πολιτικές λογικές- οι εθνικιστικές λογικές- που καθόρισαν και την εξέλιξη του κυπριακού προβλήματος, καθώς και τη σταδιακή πορεία σύγκρουσης και διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων και τη διχοτόμηση, μπροστά στην οποία βρισκόμαστε σήμερα.

Το πιο σημαντικό όμως είναι το ότι ο συγγραφέας διερευνά τον καταστροφικό ρόλο του εθνικισμού, ως τη βασική αιτία του διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα έργο όχι απλώς με πολιτική αξία, αλλά με ιστορική αξία. Δεδομένου μάλιστα και του γεγονότος ότι η ιστορική έρευνα δεν ασχολήθηκε με τα εγκλήματα αυτά -όχι τυχαία- και η επίσημη ιστορία δεν τα συμπεριέλαβε ποτέ στο αφήγημά της, τα στοιχεία και οι ζωντανές μαρτυρίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο (όπως και στο ντοκιμαντέρ), αποτελούν σημαντικότατες πρωτογενείς πηγές.

Η απόφαση του Αγκαστινιώτη να δημιουργήσει το ντοκιμαντέρ δεν ήταν τυχαία. Όπως γράφει, «είχε προηγηθεί το 2004 το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν, η υπόθεση της επανένωσης είχε ναυαγήσει, η περιρρέουσα είχε επιβάλει την τρομοκρατία στους οπαδούς του Ναι, που είχαν συκοφαντηθεί ως ξενοκίνητοι, πληρωμένοι και προδότες. Οι Τουρκοκύπριοι, που είχαν δώσει δυνατούς αγώνες κατά του Ντενκτάς και υπέρ της Επανένωσης, με το σύνθημα «Baris- Ειρήνη», ένιωθαν απογοητευμένοι, προδομένοι από τους Ε/κ και εγκαταλελειμμένοι στην απομόνωση.»

Μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ο Αγκαστινιώτης αισθάνεται την ανάγκη να δημιουργήσει ένα έργο που να απευθύνεται και στις δύο κοινότητες και να μεταδώσει ένα μήνυμα: στην μεν ελληνοκυπριακή κοινότητα πως, «εκτός από θύμα υπήρξες και θύτης», στην δε και τουρκοκυπριακή, «αναγνωρίζω το μερίδιο ευθύνης μου και ζητώ συγνώμη για όσα μου αναλογούν».  Ένας άγνωστος ιδιόρρυθμος τύπος, που δεν ήταν μέλος καμίας πολιτικής ή άλλης οργάνωσης, μέσα στην ατμόσφαιρα της σύγχυσης, θα θελήσει να αποκαλύψει την πραγματική ταυτότητα του εχθρού αυτού του τόπου, που όπως γράφει, «δεν ήταν άλλος από τον εθνικιστικό σοβινισμό, όποιο εθνόσημο και αν αυτός είχε καρφωμένο στη στολή του». Είχε αντιληφθεί, όπως λέει, πως, «για να μπορέσουν να συνυπάρξουν οι δυο κοινότητες, χρειαζόταν αλήθεια και αποκατάσταση. Οι βαρβαρότητες που έκαναν οι εθνικιστές και από τις δύο πλευρές, απ’ τη δεκαετία του ΄60 μέχρι και το 1974, αντανακλούν για πάντα πάνω σε όλους. Όποιο άτομο γνωρίζει, αλλά επιλέγει τη σιωπή, βαρύνεται με την ίδια ευθύνη που έχουν οι ηθικοί αυτουργοί, και μάλιστα δια νόμου.»

Έχει ιδιαίτερη αξία το ότι στο έργο παρακολουθούμε την ιδεολογική μεταστροφή αυτού του νέου ανθρώπου, από οπαδού της  Ένωσης και της ΕOKA Β, από τον εθνικισμό και τις ακροδεξιές αντιλήψεις, που πίστευε μέχρι τα 30 του, προς τον διεθνισμό και την αριστερή ιδεολογία. «Ο θάνατος του εθνικιστή», όπως τιτλοφορεί τη μεταστροφή του, συντελέστηκε  μέσα από μια διαδικασία αναζήτησης, μέσα από τη γοητεία που του ασκεί η άγνωστη ως τότε στον ίδιο επαναστατική μορφή του Τσε Γκεβάρα, μέσα απ’ τη θεωρία τού επίσης άγνωστου στον ίδιο Μαρξ, μέσα από τις αναζητήσεις του στο διαδίκτυο για την εκδοχή της άλλης πλευράς με το Κυπριακό, καθώς και μέσα από τις συζητήσεις του σε καφενεία, με πρόσωπα που σχετίζονταν με τα γεγονότα των μαζικών εκτελέσεων Τουρκοκυπρίων το ΄74. Μέσα από όλα τούτα, συντελείται η ανατροπή των παγιωμένων ως τότε αντιλήψεων του, καθώς και του γερά εδραιωμένου μονόπλευρου αφηγήματος ότι οι καλοί Eλληνοκύπριοι ήταν τα θύματα στην πορεία της σύγχρονης ιστορίας μας, κι ότι, όπως όλοι οι Έλληνες, είναι οι πολιτισμένοι, που βίωναν την επιθετικότητα των βαρβάρων. Μέσα απ’ τις αναζητήσεις του ανατρέπονται όσα πίστευε για τις αιτίες του Κυπριακού δράματος, για τα μαζικά εγκλήματα και τα θύματα στη σύγχρονη ιστορία, για τις ευθύνες για τη μη πρόοδο στις ανασκαφές για την ανεύρεση των αγνοουμένων, καθώς τελικά και για τις αιτίες του άλυτου Κυπριακού.

Ειδικά για την  κρίσιμη περίοδο 1963-1974 δεν διανοούνταν, όπως γράφει, ότι θα βρισκόταν μπροστά σε τόσο αίμα και ότι θα κατέρρεε το τόσο εδραιωμένο μέσα του αφήγημα, ότι οι καλοί της ιστορίας ήταν αναμφίβολα οι Ελληνοκύπριοι. 

Η έρευνά του δεν είχε σκοπό την εξιχνίαση εγκλημάτων. Δεν ήταν ένας ντετέκτιβ. Το κίνητρό του ήταν να κατανοήσει τη σχέση του με τον εχθρό, όπως λέει, να κατανοήσει τη φύση του Κυπριακού όχι κάτω από τον παραμορφωτικό φακό του εθνικισμού, αλλά μέσα απ΄ τη διεθνιστική ματιά και την επαναστατική ιδεολογία της ελευθερίας και ισότητας των λαών, της αντίθεσης στον ιμπεριαλισμό, της κοινωνικής δικαιοσύνης.

«Το συμπέρασμά μου, γράφει, ήταν πως ο εχθρός δεν είχε φυλετική ταυτότητα, είχε ιδεολογική ταυτότητα και ήταν κοινός και για τις δυο κοινότητες. Ήταν ο εθνικισμός που έκτιζε επί πτωμάτων, για να φτάσει στον απώτερο στόχο του, που ήταν η Ένωση από τη μια και το Ταξίμ (διχοτόμηση), από την άλλη. Ο ελληνοκυπριακός εθνικισμός σκότωνε Τουρκοκύπριους, για την καταγωγή τους, και Ελληνοκύπριους που διαφωνούσαν με τις φασιστικές δραστηριότητές του, ως προδότες. Ο τουρκοκυπριακός εθνικισμός σκότωνε Ελληνοκύπριους, για την καταγωγή τους, και Τουρκοκύπριους που διαφωνούσαν με τις φασιστικές δραστηριότητες του, ως προδότες. Ήταν το ίδιο τέρας, σε άλλο περιτύλιγμα[1]».

Ο συγκλονισμός και ο πόνος που βιώνει ο Αγκαστινιώτης από τις περιγραφές των φρικτών εκτελέσεων άμαχων αθώων ανθρώπων, είναι εκείνος που τον ωθεί να διερευνήσει την αλήθεια χωρίς εθνικιστικές παρωπίδες. Λειτουργεί ως άνθρωπος, πέρα από εθνική ταυτότητα. Γίνεται σκοπός υπαρξιακός πια η αναζήτηση της αλήθειας, όχι για τη συγγραφή κάποιου βιβλίου, όχι για δημιουργία κάποιας ταινίας. Μα για την ίδια την αλήθεια, για τα εγκλήματα που έμειναν σκόπιμα καλά κρυμμένα, για τους ανθρώπους που έζησαν μέσα στον πόνο και την οδύνη, χωρίς να αποδοθεί δικαιοσύνη, χωρίς να τους ζητήσει ποτέ κανείς μια συγνώμη. Τελικά, υπόβαθρο της όλης αναζήτησής του είναι ένα: η βαθιά αγάπη για τον λαό της Κύπρου, όλο τον λαό της, και για τον μακελεμένο, μοιρασμένο τόπο μας.

Στο βιβλίο παρακολουθούμε τη διαδοχή των γεγονότων που θα συμβάλουν να ωριμάσει μέσα στον συγγραφέα η ιδέα της δημιουργίας του ντοκιμαντέρ. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων τον Απρίλιο του 2003, η επίσκεψή του με τη σύζυγό του Χριστιάνα και τη μικρή κόρη τους, τη Νεφέλη, στο σπίτι του στην Αμμόχωστο, οι χιλιάδες των ανθρώπων που έτρεξαν τότε να ανταμώσουν ξανά για πρώτη φορά με τα σπίτια τους, με τη χαμένη ζωή τους, με τις ρίζες και τις αναμνήσεις τους, οι συγκινητικές στιγμές αντάμωσης με Τουρκοκύπριους φίλους, συντοπίτες, συναγωνιστές που τους χώρισε ο πόλεμος, ήταν συγκλονιστικές εμπειρίες, όπως συγκλονιστική ήταν και η διαπίστωση της απτής πραγματικότητας της κατοχής.

Ο συγγραφέας στη συνέχεια λειτουργεί ως ιστοριοδίφης. Καταφεύγει στην έρευνα αρχείων και εφημερίδων. Διαπιστώνει ότι το έγκλημα στη Μάραθα, Αλόα και Σανδαλάρη στις 14 Αυγούστου του 74, στην αναφορά του ΟΗΕ καταγράφονταν ως έγκλημα πολέμου, ενώ ο ελληνοκυπριακός Τύπος και η τότε κυβέρνηση, όταν δεν το αποσιωπούν, το χαρακτηρίζουν προπαγάνδα των Τούρκων ή ακόμη ισχυρίζονται ότι τα θύματα είναι Ελληνοκύπριοι. Αντίθετα, ο ξένος Τύπος και το BBC δημοσιοποιούν λεπτομέρειες από αυτό  το φρικτό έγκλημα όσο και από εκείνο της Τόχνης.

Ο Αγκαστινιώτης σε μία επίσκεψή του στα κατεχόμενα στις 28 Ιουνίου του 2004, θα γνωρίσει τον Σουάτ, τον μοναδικό άνθρωπο που επέζησε της μαζικής σφαγής των 82 τουρκοκύπριων αντρών της Τόχνης. Αυτό ήταν γεγονός καταλύτης. Θα συναντηθούν στο χωριό «Βουνό» στον Πενταδάκτυλο, που μετονομάστηκε σε «Τασκέντ»-Τόχνη.  Η συγκλονιστική μαρτυρία του Σουάτ, η επίσκεψη στο μουσείο των δολοφονηθέντων ανδρών της Τόχνης που στεγάστηκε στο ορθόδοξο εκκλησάκι του χωριού, η αντίκριση αυτού του εικονοστασίου με τις φωτογραφίες των εκτελεσθέντων, ήταν το δυνατό έναυσμα για να πάρει εκεί την απόφαση να δημιουργήσει ντοκιμαντέρ γι’ αυτά τα εγκλήματα. Και, όπως γράφει, ούτε που υπολόγιζε ποιες μπορούσε να ήταν οι συνέπειες από την απόφαση αυτή, οι αντιδράσεις των μηχανισμών προπαγάνδας, οι κίνδυνοι για την ασφάλεια του ίδιου και της οικογένειάς του, από τους ακραίους ελληνοκύπριους εθνικιστές ή και από τους ίδιους τους δολοφόνους, που ήταν ακόμη ζωντανοί και κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, και μάλιστα κάποιοι με αξιώματα και θέσεις.

Γράφει: «Αυτό το ντοκιμαντέρ πρέπει να γίνει αντίδοτο στο δηλητήριο της διχόνοιας. Οι Ελληνοκύπριοι αισθάνονται μόνο ως θύματα. Πιστεύουν ότι ποτέ δεν έβλαψαν τους Τουρκοκύπριους. Αν αυτό το ψέμα δεν καταρριφθεί, ποτέ δεν θα υπάρξει πραγματική αποκατάσταση. Μα και οι Τούρκοι διέπραξαν μεγάλα εγκλήματα το ’74, ποτέ δεν το αμφισβήτησα αυτό. Έχω δει εκατοντάδες εκπομπές, βιβλία και άρθρα για τις βαρβαρότητες των Τούρκων και των Τουρκοκυπρίων. Ποτέ, εν τούτοις, δεν άκουσα για τις βαρβαρότητες των Ελλήνων και των Ελληνοκυπρίων. Ποια πολιτική λύση όμως θα μπορούσε να σταθεί στον χρόνο χωρίς την αλήθεια;[2]»

Το ταξίδι του ο Αγκαστινιώτης το ξεκινά γνωρίζοντας ότι η ιστορία τού διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων δεν ξεκίνησε το 74. Και αυτό το διαπιστώνει μέσα και από τις μαρτυρίες των Τουρκοκυπρίων. Είχαν προηγηθεί ο αγώνας της ΕΟΚΑ 1955-59, οι δολοφονίες, οι συγκρούσεις οι καταστροφές χωριών -οικισμών, οι μετακινήσεις τουρκοκυπριακών πληθυσμών, καθώς και οι συγκρούσεις του 63-64, με την αποχώρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία, στην οποία οδηγήθηκαν οι Τουρκοκύπριοι -και την οποία οι εθνικιστές βάφτισαν «τουρκοανταρσία»- καθώς και ο εγκλεισμός τους στους τουρκοκυπριακούς θύλακες.

Τα Σχέδια «Ήφαιστος/Αφροδίτη», εξάλλου, απόρρητα στρατιωτικά σχέδια της Εθνικής φρουράς που είχαν εκπονηθεί τρεις μήνες πριν το πραξικόπημα του Ιούλη 74, για αντιμετώπιση, δήθεν, τυχόν τουρκικής εισβολής, είχαν άμεση σχέση με τα συγκεκριμένα εγκλήματα που διερευνούσε ο Αγκαστινιώτης. Μιλούσαν συγκεκριμένα για «ψυχολογική προετοιμασία και οργάνωση του πληθυσμού των κοντινών στους τουρκοκυπριακούς θύλακες χωριών, ώστε να συμμετέχουν στον αγώνα εκκαθαρίσεως των θυλάκων και των εστιών». Των εστιών. Αναφέρονται δηλαδή σε σχέδιο εξόντωσης των γυναικοπαίδων. Γιατί στις εστίες δεν δίνονται μάχες, οι μάχες δίνονται στο μέτωπο. Στις εστίες παραμένουν τα γυναικόπαιδα κι οι ηλικιωμένοι. Πρόκειται για σχέδιο εθνοκάθαρσης. Ο συγγραφέας παραθέτει αυτούσια αυτά τα απόρρητα έγγραφα.

Το ταξίδι του Αγκαστινιώτη για την έρευνά του στη Μεσαορία ξεκινά  από το χωριό Πηγή, από όπου ξεκίνησαν οι δολοφόνοι την πορεία θανάτου το 1974. Θα ακολουθήσει τα βήματα των δολοφόνων από τη Μάραθα, στο Σανταλάρι και στην Αλόα.

Γράφει: «Προσπαθώ να ιχνηλατήσω τις σκέψεις των δολοφόνων. Ανατριχιάζω με την αίσθηση ότι τώρα το ταξίδι της ζωής μου θα ενωθεί με το δικό τους, για πάντα. Θα πρέπει πλέον να ανεχτούν τη σκιά μου, μα κι εγώ τη δική τους. Είναι η στιγμή που κοιτάζεις μέσα σου και αηδιάζεις από ντροπή, που ανήκεις στο ανθρώπινο είδος.

Είναι πολύ πυκνό το σκοτάδι στο μυαλό των φονιάδων, δεν μπορώ να διακρίνω τη διαστροφή στο νευρικό τους σύστημα. Είσαι μέσα στο λεωφορείο, κρατάς σφιχτά ένα αυτόματο, γεμιστήρες, και είσαι έτοιμος να δολοφονήσεις βρέφη, παιδιά, μητέρες, πατεράδες, παππούδες, γιαγιάδες. Πώς νιώθεις, φονιά; Μόλις μοίρασες την πατρίδα σου και συνεχίζεις ακάθεκτος το έργο σου. Δείξε μου ποιο σχολειό, ποια εκκλησιά, ποιοι εθνοπατέρες μόλυναν με τόσο μίσος την ψυχή σου; Πες μου, δολοφόνε, τρέμει η σκανδάλη στο χέρι σου; Πέρασε, έστω για μια στιγμή, ο κρύος ιδρώτας της συνείδησης να σε ανατριχιάσει ή απλώς σκότωσες, επειδή μπορούσες; Σιωπή… Δεν μπορώ να διακρίνω μέσα στο έρεβος ένα σημάδι μετάνοιας. Δεν έχω απαντήσεις.[3]».

Από τη Μάραθα κατευθύνεται ακολούθως στην Αλόα, στον ομαδικό τάφο, στο μνημείο των μαρτύρων, όπου οι πλάκες με τα ονόματα των 127 δολοφονημένων. Στέκεται και θρηνεί αυτά τα Κυπριόπουλα που η μανία του εθνικισμού αφάνισε αδίστακτα.

Γράφει: «Διάβασα τα ονόματα και τις ηλικίες τους, ένα προς ένα. Ήξερα όλα τα παιδιά, είχαμε συναντηθεί σε ατέλειωτους εφιάλτες. Ήταν το δικό τους κάλεσμα που με έφερε σ’ αυτήν τη δύσκολη θέση, να καταγράψω την τελευταία μέρα της ζωής τους. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στο όνομα της Σελτέν. Ήταν μόλις δεκαέξι ημερών. Το μυαλό μου πήγε αμέσως στην κόρη μου, τη Νεφέλη. Την έβλεπα το πρωί να ρουφά με πάθος τη ζωή από τη θηλή τής μητέρας της, όπως θα έκανε και η Σελτέν εκείνο το πρωινό. Αλήθεια, πώς μπόρεσαν να δολοφονήσουν ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα, βρέφη, άοπλους ηλικιωμένους αγρότες, και να τους έχει δοθεί συγχωροχάρτι;

Αν άφηναν τη Σελτέν να ζήσει, μια μέρα θα γινόταν μητέρα και θα γεννοβολούσε, φαίνεται, «σκυλότουρκους», που θα σκότωναν τους «μη βάρβαρους» Έλληνες της Κύπρου. Η αλήθεια είναι πως οι άθλιοι δολοφόνοι, αυτά τα αποβράσματα, δεν είχαν τόσο μυαλό για να κάνουν προληπτική πολιτική. Ήθελαν να καλύψουν τους βιασμούς που έκαναν όλο αυτό το διάστημα, ώστε τα θύματά τους να μην ομολογήσουν στον τουρκικό στρατό -που κατέφθανε προελαύνοντας-, αυτά που είχαν υποστεί. Αυτό τουλάχιστο μαρτυρούσαν όσοι επέζησαν των γεγονότων. Έζησαν βιασμούς, λεηλασίες και αλά καρτ εκτελέσεις.[4]»

Ο συγγραφέας στην προσπάθειά του να πλησιάσει τους συγγενείς των επιζώντων για να πάρει τη μαρτυρία τους, θα συναντήσει την καχυποψία ή και εχθρότητα. Και αυτή ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία, γιατί χωρίς τις μαρτυρίες ντοκιμαντέρ είναι αδύνατο να γίνει. Ήταν ένας Ελληνοκύπριος, ένας «γκιαούρης» κι αυτός, ένας «εχθρός» στα μάτια τους. Αυτή η εχθρότητα, όμως, θα μετατραπεί σταδιακά σε διάθεση να εξομολογηθούν τον πόνο που κουβαλούσαν τόσα χρόνια στην ψυχή τους, έχοντας πειστεί ότι τούτος ο «γκιαούρης» είναι διαφορετικός, όταν τον είδαν με τα μάτια τους να καταρρέει μπροστά στον τάφο της Σελτέν.

Εξάλλου, όπως γράφει «ο πόνος δεν έχει σημαία, δεν έχει γλώσσα, δεν ανήκει σε φυλές. Είναι διεθνιστής, μήτε από Τούρκο καταλαβαίνει μήτε από Έλληνα, μονάχα ξεσκίζει την ψυχή του ανθρώπου. Και όταν ο άνθρωπος δίπλα μας πονά, αν δεν πονάμε μαζί του, πρέπει να ψάξουμε τον καθρέφτη, μπας και χάθηκε η ανθρωπιά από την όψη μας.[5]»

Η σκηνή στο σημείο της μαζικής εκτέλεσης των γυναικοπαίδων του Σανταλάρι, στον σκουπιδότοπο του χωριού, συμπυκνώνει τη φρίκη και την οργή. Για την τόση κτηνωδία και για την αποσιώπησή της. Εκεί που καίγονταν τα σκουπίδια, επιχείρησαν οι εκτελεστές Εοκαβητατζήδες να κάψουν τα θύματά τους.

Γράφει: « Όπως και στην Αλόα την προηγούμενη μέρα, έτσι κι εδώ, διάβασα τα ονόματα και τις ηλικίες, ένα προς ένα. Νομίζω τα διάβαζα, γιατί ο ψυχρός αριθμός 89 στην πινακίδα εισόδου, τα έκανε να μοιάζουν με στατιστική. Από τα επώνυμα και τις ηλικίες, θα μπορούσα να διακρίνω τη σχέση συγγένειας μεταξύ των θυμάτων.

Ο παππούς, η γιαγιά, η μητέρα, τα παιδιά, όλα τα ονόματα παραταγμένα στη σειρά, σαν σταθερές συντεταγμένες στον χάρτη της ιστορίας. Φωνές που έσβησαν στις ριπές των όπλων. Τα τέρατα ήταν Κύπριοι, όπως και τα θύματα.

Η ψυχή μου σκηνοθετεί. Βλέπει τους φτωχούς ανυπεράσπιστους αγρότες με τα παιδιά τους να εκτελούνται… Τις σκόνες που σηκώνει η μπουλντόζα καθώς ανακατεύει τα άψυχα σώματα με τα σκουπίδια και τα διαμελίζει. Βλέπει ξεκάθαρα η ψυχή, δεν κάνει λάθος. Τα σοβινιστικά ανδρείκελα στέκονται στο ύψωμα και καπνίζουν αδιάφορα, περιμένοντας να ρίξουν στα σώματα βενζίνη. Πρέπει να εξαφανίσουν τα ίχνη τους για πάντα. Απέτυχαν όμως. Οι νεκροί θα μιλήσουν, έστω τρεις δεκαετίες μετά. Έχουν κάθε δικαίωμα να μιλήσουν, όποια κι αν είναι η ταυτότητά τους. Πρέπει να αφουγκραστούμε την τραγωδία τους, να διδαχτούμε, να αναμετρηθούμε με όσα ιστορικά γεγονότα οι εθνικιστές και το κράτος έκρυψαν, εσκεμμένα ή όχι, κάτω από το χαλί.[6]»

Το ίδιο συνταρακτική και η σχολική αίθουσα-μουσείο με τις φωτογραφίες όλων των εκτελεσθέντων.

Γράφει: «Μέσα στην αίθουσα ήταν τα θρανία, άθικτα στον χρόνο, να περιμένουν άδικα τους μαθητές να γυρίσουν πίσω. Στους τοίχους, γύρω γύρω, ήταν όλες οι φωτογραφίες των δολοφονηθέντων. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα σταθεί μπροστά από ένα τόσο ιερό εικονοστάσι. Οι εικόνες ήταν όλες ψηλά, μα προσκύνησα με τα δάκρυά μου μία προς μία. Ένα άδειο κάδρο είχε γραμμένο το όνομα «Σελτέν». Στις δεκαέξι ημέρες της ζωής της, δεν φωτογραφήθηκε ποτέ… Το άδειο κάδρο της θα αποκτήσει εικόνα μέσα από το ντοκιμαντέρ μου.

Βγαίνοντας, θυμήθηκα την τελευταία φωτογραφία των μαθητών που τραβήχτηκε ένα-δύο μήνες προτού δολοφονηθούν. Από τα παιδιά της φωτογραφίας μόνο ένα παιδάκι επέζησε, ο Σιαφάκ, και η μοίρα θα το έφερνε να ήταν αυτός που θα έβρισκε τα πτώματα των συμμαθητών του στον ομαδικό τάφο. Στάθηκα εκεί που πρέπει να στεκόταν τότε ο φωτογράφος και τα φαντάστηκα να χαμογελούν στο φακό. Είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους, ο θάνατος δεν ήταν κάτι που περνούσε από τη σκέψη τους.[7]»

Τώρα θα πάρει τον δρόμο για το χωριό «Βουνό» στον Πενταδάκτυλο, που, όπως αναφέραμε, μετονομάστηκε σε «Τashkent» που σημαίνει Τόχνη. Εκεί κατοίκησαν οι Τουρκοκύπριοι της Τόχνης μετά τον πόλεμο του 74. Ο κόσμος το αποκαλεί «Τολάκιογιου», που θα πει «το χωριό με τις χήρες». Η συνάντηση αυτή ήταν γεγονός-καταλύτης εκείνη την ημέρα. Ο Σουάτ Χουσεΐν, ο μόνος επιζήσας από τη σφαγή, 17 χρονών τότε, θα δώσει λεπτομερή μαρτυρία γι’ αυτό το φρικτό έγκλημα που εκτέλεσε η ΕΟΚΑ Β΄ και μάλιστα συγχωριανοί τους, σε συνεργασία με την Αστυνομία, στις 14 Αυγούστου του 1974. Αρχικά συνέλαβαν πάνω από 100 άντρες από την Τόχνη, το Ζύγι και το Μαρί, μικτά χωριά, σε συνέχεια απελευθέρωσαν τους πολύ ηλικιωμένους και τα παιδιά, και οδήγησαν 82 άντρες στο χωριό Παλώδια και τους εκτέλεσαν εν ψυχρό.

Αφηγείται ο Σουάτ:

«Ξαφνικά, ο οπλοφόρος που ήταν κάτω από το ύψωμα έριξε μία ριπή. Έγινε το σύνθημα… Άρχισαν να μας πυροβολούν με μανία. Εγώ τραυματίστηκα ελαφρά στο πλευρό και έπεσα κάτω. Πάνω μου έπεσε νεκρός ένας φίλος μου. Έμεινα ακίνητος και κρατούσα την αναπνοή μου. Όταν σταμάτησαν οι ριπές, ακούγονταν κάποια βογκητά. Ένας από τους οπλοφόρους είπε: “Αμάν, τούτοι δεν ψοφούν!”. Έψαξαν μέσα στα πτώματα να δουν αν υπάρχουν ζωντανοί. Άκουσα ακόμα ένα-δυο πυροβολισμούς, και τα βογκητά σταμάτησαν. Δεν κατάλαβαν ότι ήμουν ζωντανός, επειδή τα μυαλά του φίλου μου είχα σκορπιστεί στο κεφάλι μου, και φαινόταν πως ήταν δικά μου… Για λίγο, συζητούσαν αν θα έπρεπε να πάρουν και τα ρολόγια μας, αλλά τελικά φοβήθηκαν ότι ήταν ενοχοποιητικό στοιχείο και άλλαξαν γνώμη. Άκουσα να λένε ότι θα φέρουν μπουλντόζα.

»Όταν σηκώθηκα, το θέαμα ήταν φρικτό… Δεν μπορώ να το περιγράψω. Υπήρχαν ακόμη δύο ζωντανοί, αλλά ήταν βαριά τραυματισμένοι.[8]» κ.λπ, κ.λπ…

Αυτός ο άνθρωπος που είδε να δολοφονούνται μπροστά του ογδονταένας άνθρωποι, μαζί κι ο πατέρας και ο αδερφός του θα πει μετά τη συνέντευξη:

«Ξέρεις ότι στο δημοψήφισμα ψήφισα “Ναι”; Ό,τι έγινε πριν τριάντα χρόνια, έγινε. Ο πατέρας μου και ο αδελφός μου δεν θα επιστρέψουν πίσω. Τώρα πρέπει να κάνουμε ειρήνη και να μην αφήσουμε αυτά τα πράγματα να επαναληφθούν. Είμαστε όλοι Κυπραίοι, τούτη είναι η γη μας.[9]»

Ο Αγκαστινιώτης θα συνεχίσει την προσπάθεια για τη συλλογή μαρτυριών με μία δεύτερη επίσκεψη στην Αλόα και στον Αλί Φαϊκ, τον πατέρα της Σελτέν. Tη μαρτυρία του την είδαμε προηγουμένως. Η αφήγησή  του, ενός ανθρώπου που βίωσε την απόλυτη οδύνη, συγκλονίζει.

Στο τέλος θα πει: «Ξέρω ποιος ήταν ο Ελληνοκύπριος που εκτέλεσε την οικογένειά μου. Ήταν ο Παντελής. Ήμασταν χρόνια φίλοι. Τα χωράφια μας γειτόνευαν, και τα καλοκαίρια μέναμε μαζί έξω στην ύπαιθρο με τα ζώα. Την ίδια πέτρα βάζαμε για μαξιλάρι και μετρούσαμε τα αστέρια. Συχνά ερχόταν σπίτι μου και μοιραζόταν το φαγητό μας. Άκουσα, ήρθε στο χωριό του-την Περιστερωνοπηγή- όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, και τον αναγνώρισαν. Τι ήρθε εδώ να κάνει;[10]»

Και όμως, ο Αλί, με αυτό το ανεπούλωτο τραύμα, παρέμεινε άνθρωπος. Και όταν το 2018, ο Αγκαστινιώτης θα τον επισκεφθεί ξανά, αυτός ο καταπονημένος άνθρωπος ανησυχούσε μην ξεσπάσει ξανά πόλεμος…

«Δεν φοβάμαι για μένα, είπε στον σκηνοθέτη, φοβάμαι για την οικογένεια σου, για τα παιδιά σου, να μην πάθουν αυτά που πάθαμε εμείς. [11]»  Ίσως, κατά τον συγγραφέα, το ντοκιμαντέρ λειτούργησε ως μια επιτροπή αλήθειας και συμφιλίωσης, ίσως γιατί έγινε από τον «εχθρό».

Ο σκηνοθέτης περιγράφει όλες τις δυσκολίες που συνάντησε στη διάρκεια αυτής της επώδυνης και δύσκολης διαδικασίας δημιουργίας του ντοκιμαντέρ. Όπως ήδη αναφέραμε, αρχικά ήταν οι αντιδράσεις των επιζώντων της σφαγής. Ο σκηνοθέτης συναισθάνεται τον βαθύ πόνο αυτών των ανθρώπων, κατανοεί την αγανάκτηση και την οργή τους, την άρνηση κάποιων από αυτούς να δεχτούν ότι ένας Ελληνοκύπριος τολμά να πλησιάσει, να αγγίξει το ιερό μνημείο των νεκρών και έχει και το θράσος να ζητά και τη μαρτυρία τους…

Είναι οι άνθρωποι που τρέχουν στο μνημείο για να προστατέψουν τους νεκρούς τους από τους ιερόσυλο γκιαούρη, μερικοί με απειλητικές διαθέσεις και εύλογη οργή.  Ένας απ’ αυτούς, μάλιστα, οπλισμένος.

Είναι η γυναίκα του Κασσίμ Ερές στην Αλόα, που είδαμε προηγουμένως, που αρχικά βρίζει τον γκιαούρη που πάτησε στο σπίτι της, όμως μετά την προβολή του πρώτου ντοκιμαντέρ στον βορρά, όταν ο σκηνοθέτης επιστρέφει πίσω στη Μάραθα, για τελευταία φορά, όλα είναι αλλιώς.

Γράφει: « Ήθελα να δω τις αντιδράσεις. Στην ίδια αυλή, όπου είχα αρχικά εκδιωχθεί από μια επιζήσασα των σφαγών, ως γκιαούρης, ένα μήνα μετά η ίδια γυναίκα έτρεξε κοντά μου, με τράβηξε στην αγκαλιά της και με φίλησε. Και μόνο με τη θύμηση αυτής της στιγμής, ένα ουράνιο τόξο σχηματίζεται στα μάτια μου. Οι δαίμονες είχαν εξημερωθεί, επειδή ο «γκιαούρης» ήταν τίμιος, δεν αλλοίωσε τα γεγονότα, δεν έφερε το έργο στα μέτρα που θα βόλευαν τη δική του κοινότητα.

Ο δε σύζυγος της γυναίκας αυτής, ο Κασσίμ Ερές, φιλώντας με, μου ψιθύρισε την πρώτη πράξη συμφιλίωσης: «Τζ̆αι εμείς εκάμαμεν σας πολλά, τζ̆αι εμείς εσκοτώσαμεν δικούς σας.»

Πίσω από τον ψίθυρο του Κασσίμ, κάπου ανάμεσα στην ανάσα και στη σιωπή, μια άλλη, πιο βαθιά φωνή ξεπήδησε από τη γη που βάσταζε τα πόδια μας. Ήταν η φωνή αίματος όλων των νεκρών της τραγωδίας του 1974, που διακήρυττε τη δική της αλήθεια: «Η ειρήνη στην Κύπρο δεν θα κερδηθεί με την ισχύ των όπλων, αλλά με την προέλαση της αλήθειας».

Είναι επίσης ο Οζμέρτ, ετεροθαλής αδελφός της Σελτέν, γιος του Αλί Φαϊκ από το δεύτερο γάμο του, ο οποίος, κατά την επίσκεψη του σκηνοθέτη στο μνημείο των μαρτύρων, έσπευσε για να πετάξει έξω τον θρασύ γκιαούρη, που είχε έρθει να μολύνει το ιερό μνημείο. Τελικά, όμως, του δείχνει εμπιστοσύνη, γιατί τους έδειξε ότι είναι άνθρωπος. Γιατί στο μνημείο των μαρτύρων άφησε ένα ποίημα δίπλα στο όνομα της μικρής Σελτέν, γραμμένο στα ελληνικά και στα τουρκικά, το οποίο ο Οζμέρτ το μάζεψε, για να μην το εξαφανίσουν οι οργισμένοι. Είναι αυτό το ποίημα που άλλαξε τελικά τη στάση όλης της οικογένειας προς τον σκηνοθέτη και τις προθέσεις του. 

Ο συγγραφέας περιγράφει παράλληλα όλη την πολεμική και τον εκφοβισμό που αντιμετώπισε ο ίδιος και η οικογένειά του, λόγω των αντιδράσεων του ελληνοκυπριακού Βαθέως κράτους, της ΚΥΠ, των εθνικιστικών κύκλων και των Μ.Μ.Ε, που αποσιωπούσαν παντελώς τόσο το έγκλημα όσο και το ντοκιμαντέρ. Στην άλλη πλευρά, το καθεστώς Ντενκτάς και αντίστοιχα τα τουρκοκυπριακά Μ.Μ.Ε, θέλουν να αξιοποιήσουν το ντοκιμαντέρ για τη δική τους εθνικιστική προπαγάνδα.

Η οικογένεια θα αναγκαστεί να κρυφτεί σ΄ ένα απομονωμένο εξοχικό, και τελικά, όντας χωρίς εργασία και μέσα επιβίωσης, ο σκηνοθέτης θα αποδεχτεί τη μοναδική πρόταση είχε για δουλειά, να εργαστεί ως καθηγητής ειρηνιστικής δημοσιογραφίας και παραγωγής ντοκιμαντέρ στο Πανεπιστήμιο Ανατολικής Μεσογείου, στην Αμμόχωστο.

Η μετακόμιση στον Άγιο Σέργιο Αμμοχώστου και η εργασία στο Πανεπιστήμιο θα ήταν ένας σημαντικός, μοναδικός σταθμός στη ζωή του σκηνοθέτη. Θα ζήσει μεγάλες φιλίες με ανθρώπους απλούς, γεμάτους πόνο για τη μοιρασμένη Κύπρο. Στο Πανεπιστήμιο θα γνωριστεί με ακαδημαϊκούς, προοδευτικούς, αριστερούς, ειρηνιστές, Τούρκους και Τουρκοκύπριους, θα συνεργαστεί μαζί τους και θα ολοκληρώσει με την αμέριστη βοήθειά τους το μοντάζ του ντοκιμαντέρ του.

Θα νιώσει βέβαια πολύ κοντά του και την απειλή του θανάτου, από τους εθνικιστές, μέσα από ένα σκηνοθετημένο αυτοκινητιστικό δυστύχημα, με τη σύζυγο και το παιδί του μέσα στο αυτοκίνητο.

Στο βιβλίο γίνεται εκτεταμένη αναφορά στις εμπειρίες του συγγραφέα και της οικογένειάς του από τη διαβίωση τους στον Βορρά και αντίστοιχα στις αντιδράσεις της κυπριακής κοινωνίας και των ελληνοκυπριακών Μ.Μ.Ε.

Εν ολίγοις, ο ελληνοκυπριακός «εθνικισμός αντεπιτίθεται», με απειλές προς τον ίδιο όσο και στα παιδιά του, μέσω της αστυνομίας, παρακολούθηση του τηλεφώνου του, με διαδικτυακές απειλές κατά της ζωής του, μέχρι και με δηλητηρίαση της σκυλίτσας της οικογένειας, της Michel. Οι επιθέσεις συμπυκνώνονται στον πιο σύντομο και προσφιλή χαρακτηρισμό: «προδότης»!

Η υποδοχή της οποίας έτυχε το ντοκιμαντέρ του Τόνι στην ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν αναμενόμενη: Πλήρης αποσιώπηση, καμία προβολή του. (Η πρώτη προβολή του θα γίνει σε δικοινοτική εκδήλωση στις 13 Δεκέμβρη του 2005, που οργάνωσε η κίνηση «Συμμαχία σταματήστε τον πόλεμο»).

Ο τότε πρόεδρος Τάσος Παπαδόπουλος του διαμήνυε να το αποσύρει και ο εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής πλευράς στη Διερευνητική Επιτροπή για τους αγνοούμενους, προφανώς με εντολή του Τάσσου Παπαδοπούλου, θα τον καλέσει για να του υποδείξει να αποσύρει το ντοκιμαντέρ του, γιατί όλα αποτελούν προπαγάνδα των Τούρκων. Κι αυτό, τη στιγμή μάλιστα που άρχιζαν οι εκταφές ομαδικών τάφων!

Το βιβλίο του Αγκαστινιώτη «Χρειάζονται χίλιες φωνές για να πουν μια ιστορία», πέρα από την πολιτική και ιστορική αξία του, είναι ένα έργο λογοτεχνικό, έργο με αισθητική αξία, με λογοτεχνικές αρετές.

To ύφος ζωντανό, παραστατικό, γλαφυρό. Εξομολογητικό σε πάρα πολλά σημεία, ειρωνικό ή αυτό-σαρκαστικό σε κάποια άλλα, προφορικό σε αρκετά.

Παρότι γράφει για τραγικά γεγονότα, για μαζικά εγκλήματα, για πολιτικά γεγονότα, η γλώσσα είναι  τόσο πλούσια, εκφραστική και ποιητική σε πλείστα σημεία. Γιατί ο συγγραφέας μιλάει με τη γλώσσα της αλήθειας, γιατί η ψυχή του κυριαρχείται από το πάθος για την αλήθεια.

Δύσκολο να μην γοητευτεί ο αναγνώστης, ακόμα και ο εθνικιστής αναγνώστης, που ευχής έργον θα ήταν να φτάσει στα χέρια του το βιβλίο αυτό. Το έργο διαβάζεται απνευστί, με αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι τέλους. Είναι σαν μία δραματική κινηματογραφική ταινία, συνθεμένη με άπειρες σκηνές, με δράση, με πλήθος πρόσωπα –τραγικά πρόσωπα, πρόσωπα συνειδητοποιημένα ως προς τα πάθη και το μέλλον του τόπου. Με δραματικά επεισόδια που τα διαπερνά ένα δυνατό νήμα: το νήμα της τραγικής ιστορίας του τόπου μας που υφάνθηκε με πολύ αίμα, πολύ πόνο, πολύ μίσος για τον Άλλον, με αποσιώπηση και ψέμα. Αλλά, πλάι σε τούτο το νήμα, ξετυλίγεται κι εκείνο της ανθρωπιάς, της αλληλεγγύης και συμφιλίωσης. Της παραδοχής και της συγνώμης. Της αλήθειας και τελικά της μετουσίωσης του κοινού πόνου σε δύναμη για ένα διαφορετικό μέλλον αυτού του τόπου και των ανθρώπων του. Της πίστης στη λύση και επανένωση του τόπου και του λαού μας, του μόνου δρόμου για την ύπαρξη μέλλοντος.

Σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου, νιώθεις έντονη την ελπίδα ότι ο καμβάς που θα υφάνουν οι νέες γενιές του τόπου θα είναι διαφορετικός από αυτόν που οι παλιότεροι καταφέραμε να υφάνουμε. Αυτή είναι η ελπίδα που αποπνέει αυτό το έργο. Φτάνει να βρίσκονται φωνές -γιατί δυστυχώς, όπως λέει και το ινδιάνικο ρητό-τίτλος του βιβλίου, χρειάζονται τελικά πολλές φωνές- για να πουν την κρυφή ιστορία του τόπου μας και ολόκληρου του λαού μας. Την αληθινή ιστορία.

Μαρία Χατζημιχαήλ

13 Ιουνίου 2023

 

 

[1] Χρειάζονται χίλιες φωνές να πουν μια ιστορία, Σελ. 44

[2] Το ίδιο, Σελ. 60

[3] Το ίδιο, Σελ. 64

[4] Το ίδιο, Σελ. 68

[5] Το ίδιο, Σελ. 70

[6] Το ίδιο, Σελ. 72

[7] Το ίδιο, Σελ. 74

[8] Το ίδιο, Σελ. 81

[9] Το ίδιο, Σελ. 82

[10] Το ίδιο, Σελ. 90

[11] Το ίδιο, Σελ. 92